- πλακώνομαι
- πλακώνομαι, πλακώθηκα, πλακωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αποπιέζω — (AM ἀποπιέζω) νεοελλ. 1. πιέζω κάτι για να βγάλω τον χυμό του, στείβω 2. (ως παθ.) πλακώνομαι αρχ. πιέζω δυνατά … Dictionary of Greek